Το “ξεπούλημα” της δημόσιας περιουσίας
Υπό τις τρέχουσες συνθήκες λόγω του κλονισμού της εμπιστοσύνης δεν υπάρχουν πολλοί επενδυτές, διατεθειμένοι να επενδύσουν στην Ελλάδα. Το κλίμα των 3 τελευταίων μηνών έχει οδηγήσει τις λίγες επενδύσεις που δρομολογούνταν σε εκ νέου στασιμότητα. Ιδανικά χρειαζόμαστε ξένους επενδυτές να φέρουν «ζεστό» χρήμα στην χώρα μας, από το εξωτερικό. Καλοδεχούμενοι οι έλληνες επενδυτές, οι λίγοι που έχουν μείνει. Εάν έχουν σκοπό να κάνουν κάτι. Όμως στην ουσία αυτοί ανακυκλώνουν όσα λίγα κεφάλαια έχουν απομείνει στην χώρα. Δεν προσθέτουν νέα. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατέχουν γη, εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις στην Ελλάδα, δεν είναι διατεθειμένα, να πουλήσουν «μισοτιμής» σε νέους επενδυτές. Οι περισσότεροι, για διάφορους λόγους, έχουν μείνει «κολλημένοι» στις αξίες, προ κρίσης. Κάποιοι έχουν τραπεζικό δανεισμό που είναι συνδεδεμένος, με την αξία της επιχείρησης τους, προ κρίσης. Φαντάζεστε λοιπόν, ότι εάν η Τράπεζα δεν αναπροσαρμόσει την αξία του δανείου (προς τα κάτω), δεν είναι και οι ίδιοι διατεθειμένοι να αναπροσαρμόσουν την αξία της επιχείρησης τους.
Και όσοι επιχειρηματίες πασχίζουν με όλες τους τις δυνάμεις να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους, φυσικά δεν μπορούν, να προχωρήσουν σε νέες ιδέες και επιχειρήσεις. Κάπως όμως πρέπει να διαρραγεί ο φαύλος κύκλος της «αποεπένδυσης». Τι μας μένει; Εφόσον η ίδια η αγορά αδυνατεί να δημιουργήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες πρέπει το κράτος να παρέμβει δυναμικά. Να δώσει μια ώθηση στην αγορά των επιχειρηματικών επενδύσεων. Δεν εννοούμε το κράτος να γίνει επιχειρηματίας. Οποτεδήποτε το κράτος έχει προσπαθήσει να «επιχειρήσει» έχουμε οδηγηθεί σε στρεβλώσεις στην οικονομία. Έχουμε οδηγηθεί στην δημιουργία κρατικών μονοπωλίων, που είναι μόνο καλοδεχούμενα σε κάποια δημόσια αγαθά, όπως πχ το νερό η την συλλογή των απορριμμάτων. Τα οποία, οπωσδήποτε, πρέπει να παρέχονται στην κοινωνία μας και σε χαμηλές τιμές ακόμα και κάτω του κόστους. Στην υπόλοιπή οικονομία όμως μάλλον οδηγούν, μακροπρόθεσμα, σε παράλογη αύξηση των τιμών για τα εν λόγω αγαθά και στο τέλος στην βλάβη των πολιτών.
Αυτό που μας μένει λοιπόν, είναι, το κράτος να αρχίσει να διαθέτει την περιουσία του, σε επενδυτές. Για να αρχίσει να κινείται η αγορά. Εφόσον δεν υπάρχει ζήτηση για επενδύσεις στην δύσκολη συγκυρία, πρέπει να την δημιουργήσουμε. Δεν χρειάζεται οπωσδήποτε το κράτος να πουλήσει. Αρκεί να την παραχωρήσει. Για πολύ χρόνο. Και εάν αναρωτιέστε σε ποια αξία, η απάντηση δυστυχώς είναι στις τρέχουσες αξίες της αγοράς. Και ακόμα πιο κάτω. Στις τιμές που οι επίδοξοι επενδυτές θα αρχίσουν να «σκανδαλίζονται». Στην χώρα μας όλα έχουν χάσει την τρέχουσα αξία τους. Από τους μισθούς μας, τα αυτοκίνητα μας, μέχρι και τα ακίνητα στα οποία κατοικούμε και τα οικόπεδα που κατέχουμε.
Πέραν των δικών μας συναισθηματισμών, από την πλευρά του επενδυτή, το πρόβλημα είναι καθαρά μαθηματικό. Αν η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών εισροών μιας επένδυσης είναι μεγαλύτερη από το αρχικό κόστος, τότε αξίζει να γίνει η επένδυση. Από την άλλη πλευρά, αν η παρούσα αξία είναι μικρότερη από το αρχικό κόστος, τότε η επένδυση πρέπει να απορριφθεί, γιατί σε αυτή την περίπτωση ο επενδυτής θα χάσει χρήματα. Οποιοσδήποτε επίδοξος επενδυτής στον υπολογισμό του αρχικά θα πρέπει να συμπεριλάβει, το κόστος κτήσης του ακινήτου και το κόστος των εργασιών στο ακίνητο. Μέχρι η επένδυση να αρχίσει να λειτουργεί και να αποδίδει έσοδα, ήδη έχουν σχηματιστεί συσσωρευμένα χρέη. Ο υπολογισμός συνεχίζεται προσπαθώντας υπό τις τρέχουσες συνθήκες, να προβλέψει τα μελλοντικά λειτουργικά μηναία έσοδα και έξοδα. Για να έχει νόημα το εγχείρημα, πρέπει τα μελλοντικά έσοδα να υπερκαλύπτουν όχι μόνο τα έξοδα αλλά και μέρος του αρχικού κόστους της επένδυσης, από μήνα σε μήνα. Λογικό είναι, υπό τις τρέχουσες συνθήκες να εκτιμώνται τα μελλοντικά έσοδα με φειδώ και άρα μειωμένα. Ακόμα και εάν κάποιος έχει συλλάβει την καλύτερη επιχειρηματική ιδέα. Αυτό που μένει προκειμένου να γίνει ελκυστική η επένδυση είναι δύο πράγματα. Η επιμήκυνση του χρόνου επένδυσης και η μείωση της αρχική αξίας κτήσης. Όσο διαιρούμε την αξία της επένδυσης σε περισσότερους μήνες ή έτη τόσο μειώνεται το μέσο σταθερό της κόστος. Με αυτό τον τρόπο τα μειωμένα μηναία έσοδα θα μπορούσαν να υπερκαλύψουν τα μηνιαία έξοδα και το αρχικό κόστος κτήσης.
Πουλώντας όμως το κράτος στις τρέχουσες τιμές της αγοράς το κράτος την περιουσία του θα αποκομίσει σημαντικά έσοδα σήμερα; Όχι φυσικά. Θα κερδίσει ελάχιστα χρήματα. Όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός, τα μέγιστα ταμειακά έσοδα σήμερα. Μπορεί να κερδίσει στο μέλλον πολλά περισσότερα εάν καταφέρει να κινήσει την οικονομία σήμερα. Τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά προσφέρουν άπειρες λύσεις. Το κράτος παραχωρεί σε ιδιώτη επενδυτή «για ένα ευρώ», σήμερα, τον δεσμεύει ότι πράγματι θα επενδύσει και δεσμεύει μέρος από τα έσοδα του αύριο. Εάν το κράτος πουλήσει ή παραχωρήσει σε ιδιώτες επενδυτές, κάποιοι άνεργοι θα απασχοληθούν στα έργα, όπου μαζί με τον επενδυτή θα καταβάλλουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές στο κράτος. Κάποιοι προμηθευτές υλικών θα δούνε την δουλειά τους να αυξάνεται. Για να τα κάνει όλα αυτά, ο επενδυτής θα κληθεί να ξοδέψει από έτοιμα ή να βρει κεφάλαια από τις τράπεζες για να χρηματοδοτήσει το έργο του. Φρέσκο και ζεστό χρήμα θα εισρεύσει στην αγορά. Αυτό το χρήμα θα καταλήξει στις τσέπες κάποιων, οι οποίοι με την σειρά τους θα εξοφλήσουν κάποιες υποχρεώσεις τους, θα κάνουν κάποιες αγορές και πάει λέγοντας. Όλα τα παραπάνω οφέλη είναι γνωστά με την έννοια του πολλαπλασιαστή των επενδύσεων. Οι αυτόνομες επενδύσεις (δηλαδή οι εξωγενείς στο σύστημα), έχουν πολλαπλάσια επίδραση στο επίπεδο των δαπανών, της αποταμίευσης και του εισοδήματος. Εάν σε μια οικονομία αυξηθούν οι αυτόνομες επενδύσεις άπαξ, σε πρώτο χρόνο το εισόδημα θα αυξηθεί κατά το ίδιο ποσό. Σε επόμενα στάδια όμως, θα συνεχίσει να αυξάνεται το εισόδημα στην οικονομία λόγω των πολλαπλασιαστικών επιδράσεων στη κατανάλωση και την αποταμίευση, από εκείνη την αρχική επένδυση. Πόσο; Εξαρτάται από την δομή της κάθε οικονομίας αλλά ίσως και 4 φορές από εκείνο το ποσό της αρχικής επένδυσης. Δηλαδή εάν κάποιος επενδύσει στην ελληνική οικονομία 10 εκ. ευρώ, το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα θα είναι 40 εκ. ευρώ, τα επόμενα έτη. Δεν χρειάζεται φυσικά να διατεθεί το σύνολο της κρατικής περιουσίας σε χαμηλές τιμές. Η υπερπροσφορά ταυτοχρόνως πολλών ακινήτων σε χαμηλές τιμές θα δημιουργούσε τα αντίθετα αποτελέσματα. Χρειάζονται δυστυχώς όμως κάποια λίγα «φιλέτα» που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον των επενδυτών και θα δελεάσουν την αγορά. Για αυτά τα ακίνητα, πρέπει το όφελος μιας πιθανής επένδυσης να είναι ευδιάκριτο, ελκυστικό και άμεσο. Όταν, γίνει αντιληπτό στην αγορά, ότι όσοι επένδυσαν τελικώς θα κερδίσουν, για τα επόμενα ακίνητα του Δημοσίου, προς παραχώρηση ή πώληση, οι τιμές διάθεσης τους θα αρχίσουν να αυξάνονται.
Ιωάννης Στεφάτος13 Posts
Msc Οικονομολόγος
0 Comments