Το σπιράλ της δυσπιστίας

Ως γνωστόν, τα δημοσιονομικά προγράμματα που εφαρμόσαμε απαιτούσαν την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Τον Μάρτιο του 2015 το γερμανικό ΙΜΚ – Macroeconomic Policy Institute εξέτασε τις επιπτώσεις της ελληνικής λιτότητας στην οικονομία (μέσω πολλαπλών οικονομετρικών αναλύσεων, στην μελέτη «The cost of Greece’s fiscal consolidation»). Εκτίμησε ότι η λιτότητα, εξηγεί σχεδόν στο σύνολο την κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ,  μετά το 2009. Το αποτέλεσμα αυτό, υποδηλώνει ότι (ceteris paribus), με την απουσία της λιτότητας, η ελληνική οικονομία θα εισερχόταν σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, παρά την μακρά περίοδο παρατεταμένης συρρίκνωσης που βιώσαμε. Ταυτόχρονα, η πορεία  του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ δεν θα έφτανε σε δυσθεώρητα ύψη. Επιπλέον, εκτίμησε ότι, εάν η δημοσιονομική προσαρμογή  που επιχειρήθηκε, είχε αναβληθεί για μετά την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και είχε εφαρμοστεί σταδιακά, σχεδόν τα δύο τρίτα της απώλειας εισοδήματος που συντελέστηκε, θα μπορούσε να είχαν αποφευχθεί.

Προχώρησε περαιτέρω, ότι τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η περίοδος 2010-2014 ήταν η χειρότερη στιγμή για την υλοποίηση εμπροσθοβαρών περικοπών δαπανών (δηλαδή κυρίως μισθών και συντάξεων). Λόγω της ισχυρής τους πολλαπλασιαστικής τους επίδρασης σε περιόδους ύφεσης. Εάν η ελληνική δημοσιονομική εξυγίανση είχε επιχειρηθεί με την αύξηση των δημοσίων εσόδων θα είχε συμβεί πάλι η συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος που βιώσαμε, όχι όμως σε αυτή την έκταση. Διότι, κατά την διάρκεια οικονομικών υφέσεων η αύξηση των φορολογικών εσόδων προκαλεί μικρότερη πτώση στο ΑΕΠ, από ότι η περικοπή των δημοσίων δαπανών. Δηλαδή  η επιλογή αυτή, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στη μείωση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ από ότι η προσέγγιση που τελικώς επιχειρήθηκε (, εφόσον το ΑΕΠ δεν θα είχε μειωθεί τόσο) .

Με απλά λόγια θα είχαμε καταφέρει τουλάχιστον να μειώσουμε το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν προς το συμφέρον των διεθνών πιστωτών. Γιατί όμως δεν επιχειρήθηκε η αύξηση των δημοσίων εσόδων δια μέσου των φορολογικών εσόδων είναι λίγο πολύ γνωστό. Η μήπως δεν είναι; Κατά την άποψη του Ινστιτούτου, το 2010, το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο δεν θεωρείτο αξιόπιστος συνομιλητής. Οι λοιπές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης είχαν αμφιβολίες το ελληνικό κράτος ότι μπορούσε ή ήθελε να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα και συνεπώς να  αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα. Κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι στο εξωτερικό το ελληνικό πρόβλημα αποκαλείται κυρίως κρίση χρέους (Greek sovereign debt crisis) ή  χρηματοδοτική κρίση (Greek financial crisis) και όχι οικονομική, δηλαδή εισοδηματική, που την βιώνουμε επί το πλείστον, εμείς. Θα μου πείτε έχουν  τόσο πολύ οι λέξεις την σημασία τους;

Οι λέξεις χρηματοδότηση και χρέος, υποδηλώνουν έλλειμμα πίστωσης δηλαδή εμπιστοσύνης. Εάν υπήρχε εμπιστοσύνη στην χώρα μας θα μας δινόταν η πίστωση χρόνου προκειμένου πρώτα να ξεπεράσουμε την οικονομική ύφεση και μετά να διορθώσουμε την κρίση του δημόσιου χρέους με τις κατάλληλες πολιτικές.  Στην πραγματικότητα ήταν και παραμένει, όχι μόνο κρίση οικονομική αλλά και εμπιστοσύνης και δημοσίου χρέους. Οι διεθνείς πιστωτές μας μέχρι πρότινος αγνοούσαν αυτό που συνέβαινε στο εσωτερικό. Ότι πρόκειται και για ευρεία οικονομική κρίση.

Αισίως διανύουμε 5 χρόνια εντός προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και  7 χρόνια οικονομικής κρίσης (από το 2008). Εμείς διαρκώς φτωχαίνουμε ενώ τα προγράμματα αυτά επικεντρώνονταν στην επίλυση χρέους. Ήταν το έλλειμμα εμπιστοσύνης, μαζί με την ήδη υποβόσκουσα οικονομική κρίση που προκάλεσε τις καταστρεπτικές συνέπειες των δημοσιονομικών προγραμμάτων, που εφαρμόσαμε. Και προκάλεσε αναλόγως την δικιά μας δυσπιστία προς τους Θεσμούς και τις πολιτικές τους. Αυτό που δεν φαίνεται να γίνεται ευρέως κατανοητό είναι ότι αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας, από τότε μέχρι σήμερα.

Για μια ακόμη φορά, φαίνεται ότι κατά την διάρκεια αυτής της μακροχρόνιας διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές μας μιλάμε, διαφορετική γλώσσα. Οι πιστωτές επικεντρώνονται κυρίως σε μέτρα προς επίλυση της κρίσης χρέους  (διατήρησης πρωτογενούς πλεονάσματος) ενώ εμείς «καιγόμαστε» για πολιτικές προς επίλυση της εισοδηματικής κρίσης (που πιθανόν θα μηδενίσουν το πλεόνασμα).  Τους τελευταίους  9 μήνες λανθασμένοι χειρισμοί, από δύο ελληνικές κυβερνήσεις και τους πιστωτές προσέθεσαν και άλλο πρόβλημα, την κρίση ρευστότητας, με τα γνωστά αποτελέσματα. Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία αυτό που συμβαίνει. Το δημόσιο χρέος μιας αναπτυγμένης οικονομίας, να εξυπηρετείται μόνο με εσωτερικούς πόρους και όχι με εξωτερικό δανεισμό.

Το δημοσιονομικό κενό της χώρα μας και άρα τα μέτρα που είναι να πάρουμε για να το καλύψουμε, μεταξύ των πιστωτών και ημών θα συμφωνηθούν μόνο με ένα τρόπο, με την δημιουργία αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να αφορούν μόνο την αύξηση των φορολογικών εσόδων και με τίποτα την συνέχιση της λιτότητας, όπως υποδεικνύει η μελέτη. Το μεγαλύτερο λάθος το κάνουμε εμείς γιατί δυστυχώς ο χρόνος λειτουργεί, κυρίως, εναντίον μας. Η δυσπιστία όλων (και ημών) ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε εντός ευρώ, μεγαλώνει.

Διαρκώς υποτιμάμε τι μπορεί να προκαλέσει σε μια οικονομία ένα σπιράλ δυσπιστίας στο χρόνο. Πέραν ενός χρονικού σημείου η έξοδος μας από το ευρώ θα καταστεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία και η όποια συμφωνία με τους εταίρους δεν θα έχει πλέον καμία σημασία. Αυτή η αυξανόμενη δυσπιστία, μετά την έξοδο μας, ενδεχομένως στο μέλλον, να προκαλέσει την κατάρρευση της Ευρωζώνης, αλλά, θα έχουμε βγει εμείς πρώτα.

0 Comments

Leave a Comment

Login

Welcome! Login in to your account

Remember me Lost your password?

Lost Password