ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ  

Ο Νομπελίστας (2007) Οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard  Έρικ Μάσκιν ομιλητής σε πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη πρότεινε το εξής.

Η Δημοσιονομική  Πολιτική των χωρών  να μην ασκείται από τους Πολιτικούς αλλά από επιλεγμένους Αξιωματούχους “τεχνοκράτες” οι οποίοι απηλλαγμένοι από το άχθος του κομματικού κόστους, θα μπορούν να αποφασίζουν για την εφαρμογή πολιτικών  των οποίων οι επιπτώσεις και η όποια αποτελεσματικότητα δεν θα είναι εύκολο να αξιολογηθεί από τον πληθυσμό.

Ανέφερε δε χαρακτηριστικά, ότι  η λήψη μιας πολιτικής απόφασης πχ. από την Γερμανίδα Καγκελάριο κα Μέρκελ, για το αν η Ελλάδα πρέπει να διασωθεί  ή όχι,  θα καθορισθεί τελικά από το κίνητρο επανεκλογής του κόμματός της που εξαρτάται από τους Γερμανούς ψηφοφόρους και όχι από τις Βρυξέλλες, ανεξάρτητα εάν στο προηγούμενο διάστημα φραστικά ευαγγελιζόταν την διαφύλαξη των συμφερόντων της Ε/Ε.

Προσπαθώντας δε να θεμελιώσει την πρότασή του ο κος καθηγητής ανέφερε,  ότι στις σύγχρονες Δημοκρατίες η Νομισματική Πολιτική ασκείται κατά κανόνα από τις Κεντρικές Τράπεζες που διοικούνται από μή αιρετά άτομα των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν εύκολα να δεχτούν την οποιαδήποτε κριτική.

Ωστόσο ο προβαλλόμενος ως πρότυπο από τον κο καθηγητή τρόπος άσκησης της Νομισματικής Πολιτικής από Κεντρικούς Τραπεζίτες, μόνο από επιτυχίες δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, αν κρίνουμε από την εξέλιξη και την πορεία της Παγκόσμιας Οικονομίας στο βαθμό που αυτή επηρεάζεται από τις αποφάσεις των.

Αξιολογώντας λοιπόν την σημερινή κατάσταση της Παγκόσμιας Οικονομίας γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η Αγορά ανέλαβε υψηλούς κίνδυνους χρηματοδοτώντας αμφίβολης πιστότητας επενδύσεις, που προκάλεσαν τεράστιες στρεβλώσεις τόσο στον χρηματοοικονομικό κλάδο όσο και στον τομέα των ακινήτων, καθόσον κατά τεκμήριο οι κίνδυνοι αυτοί έγιναν επισφαλείς απαιτήσεις ή μετατράπησαν σε ομόλογα, που κατέληξαν να πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η αξία τους εξανεμίσθηκε. «LEHMAN”

Δεν θέλει και πολύ σκέψη να γίνει κατανοητό ότι η εκ μέρους των Κεντρικών Τραπεζών εφαρμοσθείσα πολιτική των χαμηλών έως μηδενικών επιτοκίων, και η τροφοδότηση των Τραπεζικών Ίδρυμάτων με άφθονη ρευστότητα που δημιουργούσε την προοπτική μεγάλων κερδών, ήταν το κίνητρο για να καλύπτονται κάθε είδους ομόλογα αλλά και χρηματοδοτικά αιτήματα που υποβάλλονταν τόσο από μεμονωμένους ιδιώτες όσο και από επιχειρήσεις αλλά και Κράτη.

Όμως στην περίπτωση μιάς νέας έξαρσης της Οικονομικής κρίσης που είναι βέβαιο ότι αυτή δεν έχει ξεπερασθεί ακόμη (κρίνοντας από το γεγονός ότι οι επενδύσεις στην πραγματική Οικονομία κινούνται σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα, η δε ανάπτυξη να είναι ελάχιστη έως ανύπαρκτη και το παγκόσμιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται) οι Κεντρικές Τράπεζες θα αδυνατούν να παρέμβουν αφού με την μέχρι σήμερα Πολιτική τους αδρανοποίησαν το επιτοκιακό εργαλείο τους.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι η Παγκόσμια Γεωπολιτική προοπτική που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια, ουδόλως ευννοεί την δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας γιά το ξεπέρασμα της κρίσης.

Με βάση δε το γεγονός ότι οι oικονομίες των περισσοτέρων χωρών είναι σε ύφεση ή βρίσκονται στα όριά της και με την ανεργία να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα,  το μόνο σίγουρο είναι ότι το πρόβλημα του χρέους συνεχώς θα επιδεινώνεται χωρίς προοπτική μείωσής του, τεκμηριώνοντας ότι το Παγκόσμιο Οικονομικό σύστημα είναι επισφαλές.

Γιά την αντιμετώπιση της κατάστασης υπάρχουν φωνές που ζητούν την αλλαγή της μέχρι σήμερα Νομισματικής Πολιτικής προτείνοντας ως αντίδοτο την αύξηση των επιτοκίων, ενδεχόμενο  που φαίνεται ότι αξιολογείται  από το Ομοσπονδιακό Κεντρικό Τραπεζικό Σύστημα των ΗΠΑ (Federal Reverce System- FED) ως προς τις θετικές  αλλά και αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή μιας τέτοιας προοπτικής.

Όσον αφορά την άσκηση της Δημοσιονομικής Πολιτικής της οποίας βασική αρχή είναι να σχεδιάζεται με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της οικονομίας και της κοινωνίας που επικρατούν στη χώρα όπου θα εφαρμοσθεί, (άλλως είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα αποτύχει – ΕΛΛΑΣ 2010-2016), θα πρέπει να γίνεται από άτομα, που θα συμμετέχουν στο σχεδιασμό της, θα λογοδοτούν ως προς τα αποτελέσματά της και σε κάθε περίπτωση δεν θα αποφεύγουν να υιοθετήσουν νέα μέτρα που θα βελτίωναν την αποτελεσματικότητά της. Ως προς την πρόταση να ασκείται αυτή από μη αιρετούς, κατά τεκμήριο επηρεασμένους από μία σχετική Διεθνή εμπειρία και με πιθανή εξάρτηση και που ενδεχομένως να διακατέχονται από στείρους δογματισμούς μάλλον θα προοιώνιζε την δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων γιά την Παγκόσμια Οικονομία.

Τέλος το σκεπτικό της εκχώρησης εξουσιών σε «τεχνοκράτες» ώστε οι πολιτικοί να μην λαμβάνουν επώδυνες αποφάσεις, μας έφερε στη μνήμη το γνωμικό του Οβίδιου «Βene qui latuit, bene vixit – ζουν καλά αυτοί που περνούν απαρατήρητοι» αλλά και του Καγκελαρίου Bismark “drei professoren, vaterland verloren” – τρεις καθηγητές (στην κυβέρνηση) και χάθηκε η Πατρίδα. Αλήθεια, εμείς πόσους έχουμε?

Αθήνα 2/10/2016

Δημήτρης Α. Ζακοντίνος

Οικονομολόγος-Mcs Στρατηγικές & Αμυντικές Σπουδές

0 Comments

Leave a Comment

Login

Welcome! Login in to your account

Remember me Lost your password?

Lost Password