Κύκλους γύρω από τον εαυτό μας;

Στην 5η αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας από το ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2014 στην σελίδα 5 αναφέρεται ότι : αλλά η Ελλάδα έχει καθυστερήσει όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την παραγωγικότητα. Η πολιτική αναταραχή το 2011, 2012 και ερωτήματα στην Ευρώπη σχετικά με τη θέση Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ, επιδεινώνουν την αβεβαιότητα και ενθαρρύνουν κατεστημένα συμφέροντα που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, η προσαρμογή έχει συντελεστεί μόνο από υφεσιακά μέτρα (συμπίεση των πραγματικών δαπανών και εσόδων) παρά από την αύξηση της παραγωγικότητας. Η πραγματική παραγωγή έχει μειωθεί κατά σχεδόν 25 τοις εκατό από το 2007. Η ανεργία έχει αυξηθεί σε περίπου 26½ τοις εκατό, εκ των οποίων πάνω από τα δύο τρίτα είναι μακροχρόνια άνεργοι. Το μερίδιο του πληθυσμού αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας αυξήθηκε από 20 σε 25 τοις εκατό το 2009 έως το 2012.
Σε λίγο καιρό συμπληρώνονται 5 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Εάν πάμε πίσω στον χρόνο εκείνη την εποχή το 2010 αντιμετωπίζαμε 3 βασικά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους προβλήματα. Το επείγον, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης και 2 μακροχρόνια το Δημόσιο Χρέος και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι διεθνείς αγορές γνώριζαν για τα μακροχρόνια προβλήματα μας, το δημόσιο χρέος και την ανταγωνιστικότητα. Πίστευαν όμως ότι, το έλλειμμα μας είναι αντιμετωπίσιμο, η οικονομία μας έχει προοπτικές και μας δάνειζαν κανονικότατα. Κανείς δεν φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε. Αυτό που προκαλέσαμε μόνοι μας, το 4ο πρόβλημα που χειροτέρευσε κατά πολύ, τα προηγούμενα 3. Τον κλονισμό της εμπιστοσύνης απέναντι μας διεθνώς, που δημιούργησε όχι τόσο η παραποίηση των ελληνικών στατιστικών αλλά η δημοσιοποίηση του προβλήματος από την τότε πολιτική ηγεσία, καταγγέλλοντας την χώρα μας ότι ήταν διεφθαρμένη. Έτσι το πραγματικό έλλειμμα μας για το 2009, εκτοξεύτηκε στα 30 και δις ευρώ ή αλλιώς στο 15,4% του ΑΕΠ. Αποτέλεσμα ήταν η απομόνωση μας, από τις αγορές που μας τροφοδοτούσαν μέχρι τότε, με φτηνά ευρώ, χωρίς πολλές ερωτήσεις.
Χειρότερα τα πράγματα δεν μπορούσαν να είναι, ελλείμματα και δυσπιστία παντού. Τα 3 προηγούμενα προβλήματα δεν μπορούσαν να λυθούν ταυτοχρόνως. Το αντίθετο, η επίλυση του ενός, θα επέτεινε την χειροτέρευση των άλλων δύο. Εάν δεν υπήρχε η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, η οικονομία μας θα είχε «βάθος» και «αντοχές». Διαμέσου των εξαγωγών και μιας βιομηχανίας, εάν υπήρχε, θα άντεχε τις περιοριστικές πολιτικές επίλυσης των προβλημάτων χρέους/ελλείμματος. Εάν δεν υπήρχε το πρόβλημα του ελλείμματος/χρέους, θα μπορούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας με τις κατάλληλες πολιτικές που θα επέτρεπε ο εξωτερικός δανεισμός. Το πρόβλημα του ελλείμματος της Κυβέρνησης ήταν επείγον και έχριζε άμεσης αντιμετώπισης εφόσον δημιουργούσε πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας (πάλι). Τα άλλα 2 μπορούσαν να επιλυθούν μόνο σε μακροπρόθεσμη βάση, στο μέλλον. Σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα 3 προβλήματα μας, που δεν μπορούσαν να λυθούν ταυτοχρόνως, οι πολιτικές παλινωδίες, επέτειναν άνευ προηγουμένου την κρίση εμπιστοσύνης, για την Ελλάδα, το 4ο μας πρόβλημα, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Οι εταίροι μας προθυμοποιήθηκαν να μας δανείσουν με φτηνό χρήμα αλλά, ελέω 4ου προβλήματος, υπό πολύ αυστηρή εποπτεία και με αντάλλαγμα ευρείες και ριζικές μεταρρυθμίσεις. Οι περισσότερες εκ των οποίων, ή ήταν ανεφάρμοστες στις δικές τους χώρες ή χρειαζόταν χρόνος να γίνουν ή να τις απορροφήσει η οικονομία. Και εάν αναρωτιέται κανείς πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα, στην εξίσωση προστέθηκαν οι χρόνιες προβληματικές δομές του ελληνικού δημοσίου.
Για να καταπολεμηθεί το έλλειμμα λοιπόν και να επηρεαστεί η πραγματική μας οικονομία όσο το δυνατόν λιγότερο, το βέλτιστο θα ήταν, να βελτιωθούν τα φορολογικά έσοδα και οι ασφαλιστικές εισφορές χωρίς να μειωθούν σημαντικά οι δαπάνες του κράτους. Δυστυχώς όμως, για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε, το κράτος αδυνατούσε, να αυξήσει τα έσοδα του. Ως εκ τούτου, επιλέχτηκε η λιτότητα, δηλαδή η οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων στο δημόσιο τομέα. Σε μια «ρηχή» οικονομία, όπως η δική μας, μαζί με την κρίση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό και τον φόβο του τι ακολουθεί, το αποτέλεσμα ήταν, η κατακόρυφη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σαν να μην έφτανε η πτώση της κατανάλωσης, το κράτος, οποτεδήποτε, δεν επαρκούσαν οι περικοπές λοιπών εξόδων, καρατομούσε το υπέρ πολύτιμο, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Σαν να μην έφτανε η αδυναμία της αύξησης δημοσίων επενδύσεων, το 4ο πρόβλημα, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, ξεδιπλώθηκε σε όλη του την έκταση. Κανείς έλληνας επιχειρηματίας ή ξένος επενδυτής δεν ήθελε να επενδύσει πλέον, τα χρήματα του στην Ελλάδα. Και επειδή τα δράματα μας μόλις ξεκινούσαν, ακολούθησε η αρχικά εμπνευσμένη, από τους εταίρους μας, αλλά ατυχέστατη σε εκτέλεση, διαγραφή μέρους του δημοσίου μας χρέους. Με τον τρόπο που έγινε, συμμετείχαμε μόνο εμείς (δηλαδή τα ταμεία μας οι τράπεζες μας, τα φυσικά πρόσωπα ) και σχεδόν κανείς από όσους έπρεπε να συμμετάσχουν, από το εξωτερικό, για να έχει πρακτικό όφελος το εγχείρημα. Για να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, υποχρεωθήκαμε στην περίφημη ανακεφαλαιοποίηση, αυξάνοντας εκ νέου το δημόσιο χρέος μας, με τα γνωστά 50 δις ευρώ. Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω και ενώ δεν είχαν γίνει πολλά στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων, ήταν η ολική μετάδοση της κρίσης παντού. Πλέον στις επιχειρήσεις μας και στις τράπεζες μας, δημιουργώντας το 5ο μας πρόβλημα, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα μαζί με την διόγκωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ως οφείλαμε, κυρίως από το 2012 και έπειτα επιχειρήσαμε ευρείες μεταρρυθμίσεις στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Σε αντίθεση με τις μεταρρυθμίσεις όμως, που τα αποτελέσματα τους είναι μακροπρόθεσμα, η ανεργία (και η λιτότητα φυσικά) έχουν εμφανή και πολλαπλά αποτελέσματα, σήμερα. Και όχι μόνο αυτό, σε μια πολύ πρόσφατη έρευνα ο Alessio Terzi του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τις ήδη αναπτυγμένες οικονομίες εντός του ευρώ, οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις έχουν ως βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα μάλλον την αύξηση της ανεργίας και όχι την μείωση της. Και εάν νομίζετε πως τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν άλλο χειρότερα, στην εξίσωση προστέθηκαν, τα ομαδικά οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τους Bates και Krueger (μελέτη τους, το 1993) οι ομαδικές επαγγελματικές τάξεις αδυνατούν να προτείνουν ή να στηρίξουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τις πολεμούν. Διότι, όπως φαντάζεστε, αδυνατούν να προβλέψουν στο μέλλον ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, ως προς τα συμφέροντα τους. Όσες χώρες όμως βρίσκονται υπό πρόγραμμα, επιταχύνουν σημαντικά τις προσπάθειες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ούτως η άλλως. Τα πράγματα έγιναν περιπλοκότερα, προκαλώντας νέα σοκ στην οικονομία, αβεβαιότητα και δυσπιστία για το τελικό αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εφόσον χρειάζεται χρόνος για αποδώσουν.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο, το καλοκαίρι του 2014, ελλείψει πολιτικής βούλησης και λόγω των πιέσεων των ομαδικών επαγγελματικών τάξεων, να μην προχωράει άλλο το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής. Να μην προχωράει και στο σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, υπό τον φόβο του «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας μαζί με τον κλονισμό της επενδυτικής εμπιστοσύνης, το 4ο πρόβλημα. Από την πλευρά τους οι εταίροι, μας πίεσαν πάλι, προς την λάθος κατεύθυνση. Απαίτησαν εκ νέου αύξηση των έμμεσων φόρων και περικοπών των συντάξεων. Όμως πολίτες και επιχειρήσεις, που δεν φοροδιαφεύγουν, έχουν πληρώσει το κομμάτι που τους αναλογούσε από την κρίση και με το παραπάνω. Με αποτέλεσμα να πέσει η προηγούμενη Κυβέρνηση. Το αισιόδοξο που προέκυψε μετά τις εκλογές ήταν ότι οι πολίτες της χώρας αποκατέστησαν την εμπιστοσύνη τους στην τρέχουσα Κυβέρνηση. Ως έχουν τα πράγματα σήμερα, από τα 5 προβλήματα μας, έχουμε καταφέρει να διορθώσουμε το 1ο (το έλλειμμα), και το 2ο (ναι, και το χρέος, καμία διαγραφή δεν χρειάζεται). Να τροχοδρομήσουμε το 3ο (την ανταγωνιστικότητα) σε μακροπρόθεσμη επίλυση να αποκλιμακώσουμε το 5ο την αύξηση της ανεργίας που μαζί με το 4ο, την κρίση της εμπιστοσύνης, απειλεί την συνοχή μας ως κοινωνία. Μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Σε πρώτο χρόνο, υπό την πίεση των πραγμάτων, μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν οι μεταρρυθμίσεις, και να βελτιωθούν τα έσοδα, Όχι. Δεν μπορούσε δυστυχώς να καταπολεμηθεί το έλλειμμα, χωρίς να μειωθούν οι μισθοί, δηλαδή η ιδιωτική κατανάλωση και να αυξηθεί η ανεργία.
Και τι φταίει και δεν πάμε παρακάτω; Χρειάζεται χρόνος, να αποκατασταθεί το 4ο, η εμπιστοσύνη και η ομαλότητα, να αρχίσουν να επιστρέφουν οι καταθέσεις, να ξεκινήσουν επενδύσεις και να βελτιωθούν τα φορολογικά μας έσοδα που είναι κολλημένα (από το 2013 στο ίδιο νούμερο, τα 44 δις ευρώ). Τι λάθος κάνουν οι εταίροι μας; Μας πιέζουν, αφόρητα και ανεξήγητα, μέσω της κάνουλας της ρευστότητας, με νέα οριζόντια υφεσιακά μέτρα έναντι νέων δανείων και ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Ήδη όμως, κόντρα στις προβλέψεις των εταίρων, ο ΕΝΦΙΑ έπιασε τον στόχο, των 2,6 δις ευρώ. Αργά η γρήγορα και όσοι δεν πληρώνουν φόρους θα αρχίσουν να πληρώνουν. Τι δεν πρέπει να γίνει σίγουρα; Δεν έχουμε τίποτα με την Δραχμή, αλλά δεν είναι η λύση. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα μπορούσε, υπό την Δραχμή, πολύ εύκολα να προχωρήσει σε αθρόες αυξήσεις μισθών και συντάξεων, στους πολίτες. Είναι ο ιδανικός τρόπος να κρύψουμε ότι έγινε τα προηγούμενα 5 χρόνια «κάτω από το χαλί» και κανείς να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Μέσα και έξω από την Ελλάδα. Το ευρώ εάν δεν ήταν, έγινε και δικό μας νόμισμα. Τι θα μπορούσε να γίνει και πως μπορούνε οι εταίροι να μας βοηθήσουν σε αυτό;
Να συναινέσουν και να μας στηρίξουν, ώστε να βγούμε στις διεθνείς αγορές το συντομότερο δυνατό, για να συνεχίσουμε να ξεχρεώνουμε τα δάνεια μας, μόνοι μας. Χωρίς τον φόβο πλέον, πότε θα μας κόψουν την ρευστότητα, επειδή δεν κάναμε ακριβώς ότι μας είπαν. Εάν φαντάζει αδύνατο, δεν είναι. Πριν ένα χρόνο περίπου, με τα μακροοικονομικά μας μεγέθη, ίσως και λίγο χειρότερα, από ότι σήμερα, καταφέραμε και αντλήσαμε σε πενταετή ομόλογα, με σχετική άνεση, το ποσό των 3 δις ευρώ. Χωρίς μάλιστα να επικρατεί η τρέχουσα ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Εάν καταφέρουμε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μας, στις αγορές, από το σημείο ακριβώς που ξεκινήσαμε πριν 5 χρόνια αυτή την περιπέτεια, όλα τα υπόλοιπα, πλέον θα πάρουν τον δρόμο τους.

Ιωάννης Στεφάτος13 Posts
Msc Οικονομολόγος
0 Comments