Τα απολύτως αναγκαία αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων
Στην πλειοψηφία τους τα συστήματα παροχής κοινωνικής ασφάλισης είναι συστήματα διανεμητικά (pay as you go). Η λειτουργία τους έγκειται στο ότι η πληρωμή των συντάξεων της τρέχουσας περιόδου πραγματοποιείται με τις εισφορές των εργαζομένων της ίδιας περιόδου. Επίσης είναι συστήματα προσδιορισμένων παροχών (defined benefits) που σημαίνει ότι η σύνταξη που θα λάβει στο μέλλον ο κάθε σημερινός εργαζόμενος είναι λίγο πολύ προσδιορισμένη από σήμερα.
Οι αντικειμενικοί παράγοντες που μπορεί να δημιουργούν πρόβλημα είναι κυρίως η μείωση της γεννητικότητας και η αύξηση της προσδοκώμενης ζωής και φυσικά, η παρατεταμένη υψηλή ανεργία και η μείωση των μισθών. Σε ότι αφορά εμάς, η λειτουργία του στο σύνολό του ως σύστημα στο οποίο οι εργαζόμενοι της τρέχουσας περιόδου πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων της τρέχουσας περιόδου με εξαιρετικά χαμηλή διασύνδεση των συνταξιοδοτικών απολαβών με τις εισφορές και τα χρόνια ασφάλισης του κάθε ασφαλισμένου, ήταν το κύριο γνώρισμα, τα προηγούμενα χρόνια.
Το πρόβλημα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος αφορά το σύνολο του πληθυσμού της χώρας (των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των εργοδοτών και των μελών των οικογενειών τους). Εκείνοι που πληρώνουν σε κάθε περίοδο (τις εισπράξεις του ασφαλιστικού συστήματος) είναι οι εργαζόμενοι και οι φορολογούμενοι της περιόδου αυτής και εκείνοι που απολαμβάνουν τις παροχές του ασφαλιστικού συστήματος είναι οι συνταξιούχοι της ίδιας περιόδου. Το οποιοδήποτε έλλειμμα το πληρώνουν οι εργαζόμενοι – φορολογούμενοι . Επομένως, το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης δεν εξαρτάται από το αν η χρηματοδότησή του γίνεται μέσω των εισφορών που διοχετεύονται στα ασφαλιστικά ταμεία ή μέσω της φορολογίας που ως έσοδο του προϋπολογισμού καλείται να κλείσει τρύπες στο σύστημα, σε δεύτερο χρόνο.
Γνωστές σοβαρές αποτυχίες του συστήματος στην Ελλάδα. ήταν κατά το παρελθόν, ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών ταμείων, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ή οι συνταξιοδοτήσεις με πολύ λίγα χρόνια ασφάλισης και διαδοχικές και πολλές διακρίσεις-εξαιρέσεις. Διαρκείς και ενδογενείς παθογένειες του ελληνικού συστήματος που δυστυχώς κλονίζουν τη βιωσιμότητά του μέχρι και σήμερα, παραμένουν η αδυναμία σύλληψης της ασφαλιστέας ύλης (εισφοροδιαφυγή) και η ανασφάλιστη εργασία. Παρά τις μεταρρυθμιστικές φιλότιμες προσπάθειες και τις επώδυνες περικοπές συντάξεων των τελευταίων ετών οδηγούμαστε σε μια κατάσταση (αργά μεν, σταθερά δε) στην οποία οι μισθοί των, πολύ λιγότερων εργαζομένων, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον θα είναι αδύνατο να επαρκέσουν για την πληρωμή των συντάξεων εκείνης της περιόδου. Πόσο λιγότερων εργαζομένων;
Στη χώρα μας η σχέση εργαζομένων/συνταξιούχων είναι ήδη 1,75 προς 1 ενώ σε ένα υγιές αναδιανεμητικό σύστημα είναι 4 προς 1. Είναι προφανές ότι η πολιτική που οδηγεί σε αυτές τις αποσταθεροποιητικές εξελίξεις θα πρέπει να αλλάξει.
Τα ποσά που πληρώνουν οι σημερινοί εργαζόμενοι, μέσω των εισφορών ή των φόρων, είναι ήδη εξαιρετικά υψηλά, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα των επενδύσεων και της ζήτησης εργασίας, συμβάλλουν στην αύξηση της ανεργίας και αποτελούν εμπόδιο ως γνωστόν στην πολυπόθητη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στο βαθμό δε, που κατευθύνονται στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, χρησιμοποιούνται σχεδόν εξολοκλήρου για την πληρωμή των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, χωρίς τη δημιουργία των πολύτιμων αναγκαίων αποθεματικών που θα εξασφάλιζαν τη μελλοντική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος που απειλείται σοβαρά, από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις της χώρας.
Εκτός από τα συστήματα κύριας σύνταξης λειτουργούν συμπληρωματικά και δευτερευόντως, συστήματα επικουρικών συντάξεων καθώς και ατομικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών που έχουν κυρίως κεφαλαιοποιητικό, δηλαδή ανταποδοτικό χαρακτήρα. Στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα οι εισφορές των εργαζομένων κεφαλοποιούνται και επενδύονται με στόχο την επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης με ανεκτά επίπεδα κινδύνου. Σε αντίθεση προς το διανεμητικό σύστημα, κατά το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τα ταμεία συντάξεων χρησιμοποιούν τις εισφορές για τη συσσώρευση ενεργητικών στοιχείων (χρηματοπιστωτικών τίτλων, ακινήτων) και χρηματοδοτούν τις συντάξεις, ρευστοποιώντας μέρος από τα εν λόγω ενεργητικά στοιχεία. Έτσι, η αποδοτικότητα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος εξαρτάται από την αποδοτικότητα των επενδύσεων στις οποίες προβαίνουν τα ταμεία. Αντίθετα, η αποδοτικότητα του διανεμητικού συστήματος εξαρτάται από τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης και της παραγωγικότητας ανά απασχολούμενο, δηλαδή από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ (δεδομένου ότι το σύστημα πρέπει να εξασφαλίζει και την δεδομένη επιθυμητή ισοτιμία του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και των ενεργών ατόμων).
Στη λογική βελτίωσης της βιωσιμότητας του υφισταμένου ασφαλιστικού συστήματος, χωρίς να αλλοιωθεί ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας, πρέπει να επιχειρήσουμε να χρηματοδοτηθούν ειδικά δημόσια αποθεματικά, με στόχο την κάλυψη των αυξημένων υποχρεώσεων του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Πως όμως; Παράδειγμα μεταρρύθμισης είναι γνωστή η περίπτωση του Σουηδικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Λόγω έντονης οικονομικής ύφεσης, μεγάλου ποσοστού ηλικιωμένων και υψηλού προσδόκιμου επιβίωσης, η Σουηδία κλήθηκε στα μέσα του ’90 να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το συνταξιοδοτικό της μοντέλο. Η μεταρρύθμιση του 1998-2003 μετέτρεψε το διανεμητικό σύστημα σε ένα πιο διαφανές και ανταποδοτικό σύστημα συντάξεων, μέσω προσθήκης ενός επικουρικού συστήματος ατομικών λογαριασμών και τη δημιουργία ενός νέου ατομικού λογαριασμού σύνταξης.
Το σημερινό σύστημα ταμείων προέρχεται από τη μετατροπή των παλαιών λεγομένων buffer funds σε τέσσερα νέα ταμεία. Τα εν λόγω ταμεία χρηματοδοτήθηκαν άπαξ από το σουηδικό δημόσιο με σκοπό κυρίως να στηρίξουν το επικουρικό σύστημα ατομικών λογαριασμών. Ο ιδρυτικός νόμος των νέων ταμείων, που εφαρμόστηκε το 2001, προέβλεπε τους ίδιους επενδυτικούς κανόνες και για τα τέσσερα ταμεία. Οι νέοι κανόνες επέτρεπαν επενδύσεις σε ευρεία γκάμα επενδυτικών προϊόντων, ενώ περιληπτικά προέβλεπαν τα εξής: Τουλάχιστον 30% των κεφαλαίων κάθε ταμείου θα έπρεπε να επενδύεται σε χαμηλού επενδυτικού κινδύνου ομόλογα. Μέχρι 10% των κεφαλαίων, μπορούσε να επενδύεται σε ένα εκδότη ή ομάδα εκδοτών (ομολόγων). Κανένα από τα ταμεία δεν έπρεπε να κατέχει πάνω από το 10% των δικαιωμάτων ψήφου εισηγμένων εταιρειών. Τουλάχιστον 10% των κεφαλαίων έπρεπε να διαχειρίζεται από εξωτερικούς διαχειριστές. Μέχρι 5% των κεφαλαίων μπορούσε να επενδύεται σε μη εισηγμένες εταιρείες και μόνο εμμέσως. Οι επενδύσεις των ταμείων σε σουηδικές εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο δεν έπρεπε να υπερβαίνουν το 2% της κεφαλαιοποίησης της εταιρείας ενώ δεν υπήρχαν περιορισμοί στο ποσοστό των κεφαλαίων που μπορούσε να επενδυθεί εκτός Σουηδίας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης των νέων ταμείων ήταν: δικά τους Διοικητικά Συμβούλια που διορίζονταν μεν από την κυβέρνηση, ωστόσο είχαν την πλήρη ευθύνη για τη λειτουργία των ταμείων. Στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. περιλαμβάνονταν υποχρεωτικά ο εκ των προτέρων καθορισμός της επενδυτικής πολιτικής, η πολιτική εταιρικής διακυβέρνησης και η δημιουργία ενός σχεδίου διαχείρισης κινδύνου. Τα εν λόγω ταμεία στην ουσία είναι ανεξάρτητα, ωστόσο ελέγχονται διαρκώς από ανεξάρτητους ορκωτούς ελεγκτές και αξιολογούνται ετησίως από την κυβέρνηση. Η αξιολόγηση γίνεται με τη βοήθεια διεθνών επενδυτικών συμβούλων και παρουσιάζεται γραπτώς στο σουηδικό κοινοβούλιο. Ο σκοπός δε της δημιουργίας τεσσάρων αντί ενός νέου ταμείου, με παρόμοιους επενδυτικούς κανόνες, ήταν η δημιουργία ανταγωνισμού για την επίτευξη καλύτερων αποδόσεων και την καλύτερη συγκριτικά αξιολόγησή τους.
Η πολιτική προ-χρηματοδότησης του αναδιανεμητικού συστήματος και η αποτελεσματικότερη διαχείριση της περιουσίας των ταμείων αποτελούν δύο από τις λιγότερο πολιτικά αμφισβητήσιμες αλλαγές. Αρκεί όμως, ως χώρα να αποφύγουμε τις αμαρτίες του παρελθόντος. Δηλαδή τους χειρισμούς των διοικήσεων των ταμείων με τις επενδύσεις στα περιβόητα δομημένα ομόλογα όπου η απώλεια των αποθεματικών τους άγγιξε τα 700 εκατομμύρια ευρώ το 2007. Τα «αποτελέσματα» της τρέχουσας κρίσης, όπου τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων συρρικνώθηκαν από 26 δις ευρώ το 2009 σε μόλις 5 δις ευρώ το 2013 καθιστούν την πολιτική δημιουργίας νέων αποθεματικών για τα ασφαλιστικά ταμεία απολύτως επιτακτική.
Ιωάννης Στεφάτος13 Posts
Msc Οικονομολόγος
0 Comments