Η φέρουσα ικανότητα του ελληνικού τουρισμού

«Ο ελληνικός τουρισμός σπάει όλα τα ρεκόρ», επισημαίνει η αυστριακή εφημερίδα «Κλάινε Τσάιτουνγκ» σε πρόσφατη ανταπόκρισής της από την Αθήνα , η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον αριθμό-ρεκόρ των τουριστών από το εξωτερικό που επισκέφθηκαν εφέτος την Ελλάδα, στο νέο ρεκόρ αφίξεων που αναμένεται για το 2015 και στην εξέλιξη του τουρισμού σε ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

Οι αρχικές εκτιμήσεις για το 2014 ανέβαζαν τις αφίξεις επισκεπτών από το εξωτερικό στην Ελλάδα σε 18,5 εκατομμύρια, αλλά ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, διορθώνοντας τις αρχικές προγνώσεις του, υπολογίζει τις αφίξεις σε 21 εκατομμύρια, στις οποίες αν προστεθούν οι επισκέψεις σε ελληνικά λιμάνια με κρουαζιερόπλοια, τότε ο συνολικός αριθμός επισκεπτών πρέπει να ανέρχεται σε 23,5 εκατομμύρια.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο αναπαρήγαγε η Καθημερινή, ο ελληνικός τουρισμός εξελίσσεται σε ατμομηχανή της οικονομίας της χώρας, αντιπροσωπεύοντας το 20% του ΑΕΠ και βγάζοντάς την από την ύφεση, ενώ σήμερα μία στις πέντε θέσεις εργασίας στην Ελλάδα εξαρτάται άμεσα και έμμεσα από τον τουρισμό.

Σε γενικά πλαίσια οι στόχοι της Ελλάδας σε ότι αφορά τον Τουρισμό τα τελευταία χρόνια ήταν συνεπείς με τα παραπάνω εντυπωσιακά νούμερα. Στόχοι ήταν και παραμένουν, η αύξηση της ζήτησης και η ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος και των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών σε όλα τα επίπεδα, η παράταση της τουριστικής περιόδου σε όλη την Ελλάδα, καθώς και η μείωση της εποχικότητας, η προώθηση της διεθνούς εικόνας της χώρας ως ασφαλούς και ελκυστικού τουριστικού προορισμού, αυξάνοντας τον αριθμό των ξένων επισκεπτών και τέλος η ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού.

Εσχάτως, η Ελλάδα περιλαμβάνει ως στρατηγικούς στόχους της για τον τουρισμό και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την διευκόλυνση των επενδύσεων μέσω της αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας με την δημιουργία νέων και νέου τύπου θέσεων εργασίας. Όμως, τα ανωτέρω κρίσιμα μεγέθη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας είναι βιώσιμα σε μακροπρόθεσμη βάση;

Ας δούμε, σύμφωνα με τον ΟΗΕ η έννοια της τουριστικής αειφόρου ανάπτυξης, τι, περιλαμβάνει:

  • την εξασφάλιση τη βιωσιμότητας και την ανταγωνιστικότητας των τουριστικών προορισμών και επιχειρήσεων, έτσι ώστε να είναι σε θέση να συνεχίσουν να ευημερούν και να παραδίδουν οφέλη μακροπρόθεσμα.
  • τη αριστοποίηση (όχι την μεγιστοποίηση) της συμβολής του τουρισμού στην οικονομική ευημερία του προορισμού υποδοχής, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας των δαπανών επισκέπτη που διατηρείται σε τοπικό επίπεδο.
  • την επιδίωξη μια ευρείας και δίκαιη κατανομή της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας από τον τουρισμό σε όλο την κοινότητα – αποδέκτη, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης των ευκαιριών, του εισοδήματος και των υπηρεσιών που διατίθενται στους φτωχούς.
  • την διατήρηση και ενίσχυση την ποιότητα των τοπίων, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές, και να αποφευχθεί η φυσική και οπτική υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
  • την ελαχιστοποίηση τη χρήσης των περιορισμένων και μη-ανανεώσιμων πόρων στην ανάπτυξη και λειτουργία των τουριστικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών.
  • την ελαχιστοποίηση της ρύπανση του αέρα, των υδάτων και της γης και την παραγωγή αποβλήτων από τις τουριστικές επιχειρήσεις και τους επισκέπτες.

Από τα παραπάνω θα σταθούμε κυρίως στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με την έννοια της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης οι παραπάνω στόχοι της Ελληνικής πολιτείας πρέπει να πληρούνται με βιώσιμες πολιτικές που μειώνουν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο και την ανάπτυξη της υπαίθρου και την προσπάθεια εξάλειψης των αποτυχιών των επιχειρήσεων στο μέλλον.

Μεταξύ των στόχων για τον τουρισμό που αναφέρονται από την πολιτεία, η διατήρηση ή επίτευξη υψηλής ποιότητας αγροτικών και αστικών τοπίων ως τουριστικός πόρος ίσως θα έπρεπε να είναι ένας στόχος προτεραιότητας. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές πέραν της ανάπτυξης του τουρισμού και των δραστηριοτήτων του πρέπει να επιδιώκουν να διατηρήσουν την ακεραιότητα και την ελκυστικότητα των τουριστικών προορισμών, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων και της υπαίθρου, με το να προσπαθούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη και την βιωσιμότητα γενικώς, συμπεριλαμβανομένων: την παρέμβαση , σε νέα αντιαισθητικά κτίρια, τον έλεγχο των δραστηριοτήτων που θα βλάψει τα τοπία, όπως η εξόρυξη ορυκτών ή η καταστροφή των δασών, διατηρώντας το ύφος των προσόψεων των ακινήτων, ιδίως δε σε ιστορικά κτίρια, η διατήρηση παραδοσιακών αγροτικών τοπίων και των χαρακτηριστικών, την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων παρεμβατικών δομών , τη μεγιστοποίηση της διαθεσιμότητας των ανοιχτών χώρων σε άλλες περιοχές αναψυχής, συμπεριλαμβανομένων και των παραλιών.

Δεν θέλουμε να παραγνωρίσουμε τις προσπάθειες της πολιτείας σε καμία περίπτωση όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κάποιος θα αντίτεινε ότι η πολιτεία ήδη εφαρμόζει αυτές τις πολιτικές. Η ελληνική πολιτεία χρησιμοποιεί ως κύρια εργαλεία πολεοδομικούς περιορισμούς , χρήσεις γης και τον έλεγχο της υπάρχουσας τουριστικής υποδομής προκειμένου να επηρεάσειτη θέση και τη φύση της νέας τουριστικής ανάπτυξης. Το ελληνικό κράτος προβαίνει στην ουσία σε πολεοδομικό σχεδιασμό σε τοπικό επίπεδο,με τον προσδιορισμό μιας σειράς ζωνών περιοχών για διάφορους τύπους καιτα επιθυμητά επίπεδα τουριστικής ανάπτυξης σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας (ζώνες εντάσεως τουριστικής ανάπτυξης). Προκειμένου να ελέγξει και να κατευθύνει την τουριστική ανάπτυξη, θέτει παραμέτρους όπως τους συντελεστές δόμησης , συντελεστές κάλυψης,  αρτιότητα οικοπέδων, την πυκνότητα και το ύψος των κτιρίων, την τοποθεσία των κτιρίων(π.χ. ελάχιστες αποστάσεις από τον αιγιαλό), την σύνδεση με τις υπηρεσίες και τα συστήματα αποχέτευσης, τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται, καιπτυχές του σχεδιασμού(π.χ. σε σχέση με την τοπική παραδοσιακή αρχιτεκτονική). Προτείνεται δε, για συγκεκριμένες περιοχές προώθηση δράσεων αποφόρτισης και προστασίας των φυσικών και ανθρωπογενών πόρων που δέχονται υψηλές πιέσεις με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος και την υποστήριξη της ελκυστικότητάς τους. Επίσης παρέχεται χρηματοδοτική βοήθεια για τις δράσεις όπως η εγκατάσταση περιβαλλοντικά φιλικής νέας τεχνολογίας και εν γένει για την μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των τουριστικών υποδομών. Οι προτάσεις αυτές απευθύνονται σε υπάρχουσες τουριστικές επιχειρήσεις ή νέες τουριστικές υποδομές.

Αυτή η προσέγγιση θεωρήθηκε κατάλληλη ως εργαλείο και τις ισχύουσες περιστάσεις ανάλογα με τη φύση της κάθε περιοχής, τον βαθμό ιδιοκτησίας και αν ο τουρισμός ήταν μια καθιερωμένη ή πρόσφατα αναπτυσσόμενη δραστηριότητα για την εν λόγω περιοχή. Ωστόσο, διεθνώς, οι ζώνες διαμορφώθηκαν ως χωροταξική στρατηγική για αρκετά ακριβείς πολιτικές σχεδιασμού και για την έκδοση των κανονισμών για τον έλεγχο και καθορισμό της συνολικής τουριστικής ανάπτυξης μιας χώρας. Αυτή η οριοθέτηση και η κανονιστική προσέγγιση προϋποθέτει συνήθως την εφαρμογή της έννοιας της φέρουσας ικανότητας, προκειμένου να προσδιοριστούν τα επιθυμητά και άριστα επίπεδα τουριστικής ανάπτυξης τα οποία έχουν προηγουμένως καθοριστεί και δεν μπορούν επ’ουδενί να ξεπεραστούν ώστε να αποφευχθεί πιθανός περιβαλλοντικός κορεσμός και εν τέλει μείωση της ποιότητας του παρεχόμενου τουριστικού προϊόντος. Για να είναι ο σχεδιασμός της χρήσης ζωνών τουριστικής ανάπτυξης αποτελεσματικός, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια διαρκής διαδικασία ελέγχου της ανάπτυξης που θα διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς για το σχεδιασμό της χρήσης γης και να εμποδίζει καλώς η κακώς την περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη καθ΄υπέρβαση του καθορισμένου χωροταξικού σχεδιασμού, ακόμα και εάν κρίνεται σκόπιμη απο οικονομική πλευρά σε βραχύ-μεσοπρόθεσμο επίπεδο.

Η πολιτεία έχει να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη και τη διαχείριση του τουρισμού ώστε να γίνει πιο βιώσιμος. Όποια και αν είναι τα κίνητρα της πολιτείας, ο ρόλος της σχετίζεται εν μέρει μόνο με τις δικές της ενέργειες. Δεν πρέπει να λησμονούμε όμως, ότι ο τουρισμός , είναι κυρίως μια δραστηριότητα που πραγματοποιείται από επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και είναι οι δικές τους δράσεις, μαζί με εκείνες των τουριστών, που είναι υπεύθυνα για τις περισσότερες επιπτώσεις, θετικές και αρνητικές, σε ένα τόπο. Μια κύρια λειτουργία της κυβέρνησης για την προώθηση ενός αειφόρου τουρισμού είναι, επομένως, να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που επιτρέπει ή επηρεάζει τον ιδιωτικό τομέα να λειτουργεί με πιο βιώσιμο τρόπο, ακόμα να στοχεύει στον επηρεασμό της ροής των επισκεπτών, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη και να ελαχιστοποίηθουν οι αρνητικές ωστόσο υπαρκτές επιπτώσεων του τουρισμού.

Η Ελλάδα έχει ξανά γνωρίσει μαζική ταχεία ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας και στο παρελθόν. Η οικονομία της Ελλάδα έχει γνωρίσει σημαντικά οφέλη στον τομέα του τουρισμού και τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως, ποιος μπορεί να πει ότι δεν υπήρξαν περιπτώσεις, κορεσμού, υπερβάλλουσας τουριστικής ανάπτυξης , όπου το θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον δεν επιβαρύνθηκε, ή η κακή διαχείριση των αποβλήτων από τα θέρετρα και τουριστικές επιχειρήσεις δεν συνέβη, και γενικά η υπερβολική χρήση από τους τουρίστες δεν οδήγησε σε σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και της φυσικής ομορφιάς στις εν λόγω περιοχές, οδηγώντας ακόμα και σε μείωση των εσόδων από τον Τουρισμό? Υπό τις παραπάνω συνθήκες ευλόγως δεν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα όριο τουριστικών υποδομών που η χώρα μπορεί να αντέξει, τουλάχιστον από την περιβαλλοντική σκοπιά ? Δεν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως υπάρχει και ένα όριο ως ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο ο Τουρισμός μπορεί να συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία και η συνεισφορά αυτή να διατηρηθεί σταθερή σε μακροπρόθεσμο και βιώσιμο επίπεδο? Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να πούμε ότι το έχουμε ήδη προσεγγίσει η ξεπεράσει το εν λόγω όριο. Γνωρίζουμε όμως πραγματικά ποιό είναι αυτό?

Και πέραν των ανωτέρω προβληματισμών η ρυθμιστική πολιτική σε μια οικονομική δραστηριότητα συνήθως καλείται να κρατήσει λεπτές ισορροπίες. Παρέχοντας ισχυρά κίνητρα στις τουριστικές επιχειρήσεις για να δραστηριοποιηθούν σε συγκεκριμένες μορφές τουρισμού και σε συγκεκριμένες περιοχές για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων στον τομέα του τουρισμού μπορεί να οδηγηθούμε σε συνέπειες κατά του υγιούς ανταγωνισμού ή σε δυσμενείς διακρίσεις. Ο νομοθέτης θα πρέπει πάντα να σταθμίζει τις θετικές επιπτώσεις της επιβολής περιορισμού στην αγορά, για την επίτευξη ενός κοινού στόχου-συμφέροντος, και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό. Το μέτρο της δημιουργίας διαφόρων περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα πρέπει να είναι πάντα διαφανές, άμεσο και ανάλογο με την επίτευξη του ενδιαφερόμενου στόχου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις ή οι παράπλευρες συνέπειες στην αγορά. Πολύ περισσότερο δε, εάν ήδη δραστηριοποιηθείσες επιχειρήσεις αποτύχουν, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση η αποτυχία αυτή να είναι αποτέλεσμα των εν λόγω περιορισμών. Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο εάν αναλογιστούμε ότι αρκετές τοπικές κοινωνίες στην Ελλάδα βασίζονται στην τουριστική οικονομία σχεδόν εξ΄ολοκλήρου.Η επιτυχία απαιτεί ρυθμιστικές πολιτικές που είναι σχετικές με το στόχο, σαφεί , πρακτικές όσον αφορά τη συμμόρφωση και να μπορούν σχετικώς εύκολα να εφαρμοστούν. Όπου χρησιμοποιείται επιδότηση ή οικονομικά κίνητρα, οι αρχές της οικονομικής βιωσιμότητας επιβάλλουν ότι ο τύπος και το ποσό της βοήθειας θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ενθαρρύνει και υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα της βοηθούμενης επιχείρησης με δικά της μέσα και να αποφεύγει την δημιουργία εξάρτησης από την κρατική παρέμβαση η προσδοκία για την επανάληψη της στο μέλλον.

0 Comments

Leave a Comment

Login

Welcome! Login in to your account

Remember me Lost your password?

Lost Password