Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Βαθιά λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός με όλα τα ζητήματα που τον απασχόλησαν στην ζωή του, με το μεγάλο του ταλέντο στην γραφή αλλά και με τις βαθιές του γνώσεις στην ιστορία της Ελλάδας, κατάφερε να συνδέσει τα πάντα με ένα λόγο που τελικά τον έκανε να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και να καταστεί ως ένας από τους κορυφαίους ποιητές της εποχής του.
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μ. Ασίας το 1900. Το πραγματικό του όνομα είναι Γιώργος Σεφεριάδης. Σε ηλικία 14 ετών έφυγε με την οικογένειά του για την Αθήνα. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά (1918-24). Στο διάστημα αυτό, παράλληλα με τις νομικές σπουδές του, θα ασχοληθεί με τη μελέτη της ελληνικής και της παγκόσμιας ποίησης.
Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε διπλωματικός ακόλουθος της Ελλάδας στο εξωτερικό. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του ο Σεφέρης έζησε σε διάφορες χώρες του κόσμου (Αγγλία, Τουρκία, Αλβανία κ.α.). Το 1941 ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο, τη Ν. Αφρική και την Ιταλία. Μετά την απελευθέρωση επιστρέφει στην Αθήνα, όπου μένει ως το 1948. Η διπλωματική του καριέρα έλαβε τέλος το 1962 και έτσι ο Σεφέρης μπόρεσε να μείνει μόνιμα στην Αθήνα.
Το 1931 εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο «Στροφή». Η στροφή για τον ποιητή έχει αρχίσει. Τα ποιήματα της συλλογής του, απλά στην έκφραση αλλά με πυκνά νοήματα, μας φέρνουν σ’ ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα από αυτό της παρακμής και της διάλυσης που χαρακτήριζε τη γενιά του 1920. Αξιοσημείωτο είναι το ότι πρώτος θα χαιρετίσει τη «Στροφή» ο Παλαμάς. Το 1932 εκδίδεται η «Στέρνα» εκτός εμπορίου, ενώ σημαντικό σταθμό αποτελεί το «Μυθιστόρημα», μια ποιητική συλλογή που εκδίδεται το 1935. Ο ποιητής εγκαταλείπει πια οριστικά το μέτρο και την ομοιοκαταληξία και δημιουργεί με τον ελεύθερο στίχο το δικό του προσωπικό ύφος.
Το 1940 ο Σεφέρης εκδίδει το «Τετράδιο γυμνασμάτων», ενώ την ίδια χρονιά εκδίδεται και το «Ημερολόγιο καταστρώματος». Συνέχεια αυτής της συλλογής αποτελεί το «Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄», που εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια το 1944. Τα ποιήματα που περιέχει η συλλογή είναι επηρεασμένα από τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1947 έχουμε τη συλλογή «Κίχλη», ενώ το 1955 μια ποιητική συλλογή εμπνευσμένη από τα ταξίδια του Σεφέρη στην Κύπρο, που έχει τον τίτλο «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…» ή «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄». Το 1966 κυκλοφορούν τα «Τρία κρυφά ποιήματα», ενώ ένα χρόνο μετά το θάνατο του ποιητή, το 1972, συγκεντρώθηκαν με την επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη όλα του τα ποιήματα με τον τίτλο «Ποιήματα».
Στις 24 Οκτωβρίου 1963, ο Γιώργος Σεφέρης κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο μετά την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, ο Έλληνας ποιητής δηλώνει: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα».
Ανάμεσα στους υποψηφίους συγγραφείς για Νόμπελ ήταν πολύ ισχυρά ονόματα, όπως ο Πάμπλο Νερούδα, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, η Νέλι Σακς, ο Σαρλ Ντε Γκωλ και ο Σάμιουελ Μπέκετ. Ωστόσο, η τελική τριάδα πριν την απόφαση είχε διαμορφωθεί ανάμεσα στον Σεφέρη , τον Ώντεν και τον Νερούδα.
Η γραφή του είναι μοντέρνα τα ποιηματά του σκοτεινά, «κρυπτικά», η πάλη ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι κυριαρχεί. «Ο Γ. Σεφέρης έθεσε τη βάση για την ελεύθερη ποίηση», θα πει γι’ αυτόν ο Οδυσσέας Ελύτης.
Κατά την παραλαβή του Νόμπελ, ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει : «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται… Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη… Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
Γιώργος Σεφέρης: Πώς έζησε την 28η Οκτωβρίου 1940
O Γ. Σεφέρης, το 1940, υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών και υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας ιστορικών γεγονότων. Οι εμπειρίες του απ΄ εκείνες τις ημέρες καταγράφονται στον Γ΄ τόμο των απομνημονευμάτων του.
Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: « έχουμε πόλεμο ». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως.
Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως μετά τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας.
Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του, σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της.
Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη. Πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο. Τώρα όλοι μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ο βασιλιάς με ύφος νέου αξιωματικού. Υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε. Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:-είστε βέβαιος; και των Γερμανών; -Και των Γερμανών είπα. -Τι δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις: -Πέστε τους πως τώρα είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα. Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Αλα Λιτόρια» .
Γιώργος Σεφέρης Μέρες Γ΄ 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 194, εκδ.ΙΚΑΡΟΣ
Το διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)
που συντάχθηκε από τον Γ. Σεφέρη και τον Θ. Νικολούδη
Προς τον ελληνικόν λαόν,
Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης.
Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940
Γεώργιος Β΄
Η επιστροφή στην ποίηση του Σεφέρη σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Σε μια Ελλάδα χωρίς αξίες, χωρίς πνευματικούς ανθρώπους να την καθοδηγήσουν και να την βγάλουν από το σκοτάδι στο οποίο έχει περιέλθει, η ποίηση του Σεφέρη είναι ικανή να μας οδηγήσει στος φως και να μας φέρει την λύτρωση.
Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, η εναλλαγή ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως αλλά και η εγγενής αντίφαση ανάμεσα στη ζωική ορμή και την πνευματική μελαγχολία αναδεικνύονται στην ποίησή του με έναν τρόπο διαχρονικό – από την πιο απομακρυσμένη στιγμή της ιστορίας έως τον άνθρωπο του τώρα. «Η αντιπαράθεση ομορφιάς και φρίκης, φωτός και σκότους δεν τον εγκαταλείπει πια ποτέ» γράφει ο Μπίτον για τη στροφή στην ποίηση του Σεφέρη μετά τη δημοσίευση της «Κίχλης»
Κλείνω με ένα μικό απόσπασμα του μεγάλου Ελληνα ποιητή για τον Μακρυγιάννη, το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει για πνευματικό κενό που υπάρχει στην πατρίδα μας τόσο σε πολιτικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, αλλά ταυτοχρόνως να μας δώσει και μια ώθηση για την πνευματική επανάσταση που χρειάζεται να λάβει χώρα αυτή την στιγμή ούτως ώστε να σπάσουμε τα δεσμά της πνευματικής και υλιστικής φυλακής στην οποία βρισκόμαστε.
Γιώργος Σεφέρης: Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης
Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου. Σε μια στιγμή που κοιτάζουμε και συλλογιζόμαστε και προσπαθούμε να διακρίνουμε το πεπρωμένο του ελληνισμού μέσα από την καταιγίδα και πέρα από την πλατιά στροφή που κάνει στα χρόνια μας η ιστορία του κόσμου -ποιος ξέρει, μπορεί να υπάρχει ένα κρυφό νόημα σ’ αυτή τη σύμπτωση. Στους καιρούς μας όπου ο αγώνας, το αίμα, ο πόνος και η δίψα της δικαιοσύνης απογυμνώνει τις ψυχές από τα πρόσκαιρα ναρκωτικά και τις φρεναπάτες, όπου ο άνθρωπος γυρεύει από τον άνθρωπο το καθαρό, το στέρεο και τη συμπάθεια -είναι σωστό να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους όπως ο Μακρυγιάννης. Ακούστε τον:
«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα.
Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία -εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία -εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος.
Η ανάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια. Και σαν τέτοια, θα πρέπει να καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες. Θα πρέπει να είναι έτσι, ή θα έχουν πάει, αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε τώρα στα χαμένα· θα είναι έτσι, ή θα έχει πέσει ο κόσμος σε μια κατάσταση γενικής νεκροφάνειας. Και αν γίνει αυτό που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε για να γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό, πως στην πατρίδα μας, όπου για πρώτη φορά οι ανθρώπινες αξίες είδαν το φως, οι φωτισμένοι και οι μορφωμένοι θα καταλάβουν, γιατί ακριβώς θα είναι πραγματικοί φωτισμένοι και μορφωμένοι, πως η παιδεία της ψυχής τους θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη, που είναι, καθώς πιστεύω, η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού- μια πολύτιμη διαθήκη.
Πληροφορίες: 24grammata.com, antibaro.gr, iefimerida.gr

Ανδρέας Μουντζουρούλιας239 Posts
Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών, Blogger
0 Comments